σαπρόστομος
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
ον, A with foul breath, Arist. ap. Stob.3.5.42.
German (Pape)
[Seite 862] mit faulem, stinkendem Munde, Athem, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρόστομος: -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].
Russian (Dvoretsky)
σαπρόστομος: со зловонным дыханием Arst.