σιτόσπορος
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ον, A sown with corn, D.H.4.56, Heph.Astr.3.37 (in Cat.Cod.Astr.8(1).154).
German (Pape)
[Seite 886] mit Weizen, mit Getreide besäet, ἄρουρα Dion. Hal. 4, 56.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτόσπορος: -ον, ὁ ἐσπαρμένος μὲ σῖτον, Διον. Ἁλ. 4. 56.
Greek Monolingual
-ον, Α
σιτόσπαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό-σπορος].