συντεχνάομαι
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
Med., A assist in the art of shipbuilding, Id.Demetr.43.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάομαι: ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τεχνάομαι helpen bij werkzaamheden.
Russian (Dvoretsky)
συντεχνάομαι: участвовать в постройке, помогать своим искусством строить (τι Plut.).