φρικοποιός
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
όν, A causing a shuddering, Diph.Siph. ap. Ath.3.74c.
German (Pape)
[Seite 1306] Schauder machend, erregend, Ath. III, 74 c.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκοποιός: -όν, ὁ ἐμποιῶν φρίκην, φρικίασις, Δίφιλος Σίφν. παρ’ Ἀθην. 74C.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + -ποιός].