χλίδημα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ατος, τό, A = χλιδή, E.IA74.
German (Pape)
[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.
Greek (Liddell-Scott)
χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.
French (Bailly abrégé)
ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].
Greek Monotonic
χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χλίδημα: ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).