χοροκτόνος

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροκτόνος Medium diacritics: χοροκτόνος Low diacritics: χοροκτόνος Capitals: ΧΟΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: choroktónos Transliteration B: choroktonos Transliteration C: choroktonos Beta Code: xorokto/nos

English (LSJ)

ον, A choir-destroying, Strattis 15.

Greek (Liddell-Scott)

χοροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων, καταστρέφων τὸν χορόν, Στράττις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 406.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστρέφει τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατροκτόνος.

Wikipedia EL

Η έκφραση Κινησίου δραν (Κινησίου δράση, πράγματα) χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση η οποία αντικατόπτριζε τις ασεβείς και ανάγωγες συμπεριφορές παρομοίου τύπου με αυτές του Κινησία. Του αποδόθηκε επίσης το επίθετο χοροκτόνος καθώς μετά από δικές του ενέργειες κατάφερε να καταργηθεί η θεατρική χορηγία στους κωμικούς ποιητές.