χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: ψυγός | Medium diacritics: ψυγός | Low diacritics: ψυγός | Capitals: ΨΥΓΟΣ |
Transliteration A: psygós | Transliteration B: psygos | Transliteration C: psygos | Beta Code: yugo/s |
ὁ, A = ταρσός, Sch.Od.9.219.
και ψυχός, ὁ, Α
δοχείο ψύξης, κυρίως του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγεῖον)].