ψιλόπλευρον
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Full diacritics: ψῑλόπλευρον | Medium diacritics: ψιλόπλευρον | Low diacritics: ψιλόπλευρον | Capitals: ΨΙΛΟΠΛΕΥΡΟΝ |
Transliteration A: psilópleuron | Transliteration B: psilopleuron | Transliteration C: psiloplevron | Beta Code: yilo/pleuron |
τό, = A armus, ofella, ofla, Gloss.
τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ-πλευρον].