γραστισμός
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ὁ, A feeding at grass, ib.10.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, das Geben von grünem Futter, Sp.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
alimentación de caballos con hierba περὶ γραστισμοῦ Hippiatr.10.7 tít.
Greek Monolingual
ο (AM γραστισμός) γραστίζω
διατροφή ζώων με γρασίδι.