γραστισμός
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ὁ, feeding at grass, ib.10.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
alimentación de caballos con hierba περὶ γραστισμοῦ Hippiatr.10.7 tít.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, das Geben von grünem Futter, Sp.
Greek Monolingual
ο (AM γραστισμός) γραστίζω
διατροφή ζώων με γρασίδι.