διμήτωρ

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμήτωρ Medium diacritics: διμήτωρ Low diacritics: διμήτωρ Capitals: ΔΙΜΗΤΩΡ
Transliteration A: dimḗtōr Transliteration B: dimētōr Transliteration C: dimitor Beta Code: dimh/twr

English (LSJ)

Dor. δῐ-μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, A twice-born, of Bacchus, Alex.283, Orph.H.52.9, D.S.3.62:—also δῐ-μήτριος, Et.Gud., Hdn.Epim.265.

Greek (Liddell-Scott)

διμήτωρ: Δωρ, -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δύο μητέρας, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, τὸ τοῦ Ὀβιδίου bimatris, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ὀρφ. Ὕμν. 49· ὡσαύτως, διμήτριος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 265.

Spanish (DGE)

(δῐμήτωρ) -ορος, ὁ
• Alolema(s): dór. διμάτωρ Alex.285, Orph.H.50.1, 52.9
de dos madres, nacido dos veces de Dioniso, Alex.l.c. (= Trag.Adesp.21), Orph.ll.cc., diversas explicaciones en D.S.3.62, 4.4.

Greek Monolingual

διμήτωρ και διμάτωρ, ο (Α)
επίθ. του Διονύσου, επειδή είχε δυό μητέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, δυσμήτωρ, μητρομήτωρ κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

διμήτωρ: ορος adj. m имеющий двух матерей (эпитет Диониса) Eur., Diod.