διατιτρώσκω
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
A pierce through, transfix, δέρμα Hp.Fract.11; ταύρους D.C.63.3:—Pass., J.BJ6.3.1.
German (Pape)
[Seite 607] durchbohren, verwunden; Hippocr.; Dio Cass. 63, 3.
Spanish (DGE)
perforar, taladrar, atravesar de lado a lado, δέρμα Hp.Fract.11, c. dat. instrum. δύο γε ταύρους μιᾷ ἅμα βολῇ ... διέτρωσε καὶ ἀπέκτεινε de un solo disparo atravesó dos toros y los mató D.C.63.3.2, cf. Gal.3.690, en v. pas. ἐπὶ γαστέρα διετρώθη Hp.Epid.5.32 (cód.), cf. Gal.10.419, Paul.Aeg.6.52.5, διατιτρωσκόμενοι acribillados por disparos, I.BI 6.185, c. ac. de rel. οἱ διατετρωμένοι τὰς κεφαλάς Chrys.M.60.231, λίθος ... διατετρωμένος piedra perforada Ps.Dsc.Lap.31.1
•fig. (ὑποψία) διατιτρώσκουσα αὐτῶν τὴν διάνοιαν una sospecha que taladra su conciencia Chrys.Fem.Reg.8.87, cf. M.61.572, δ. λοβοὺς ὤτων con palabras blasfemas, Chrys.M.58.786.
Greek Monolingual
διατιτρώσκω τιτρώσκω
διατρυπώ, πληγώνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τιτρώσκω doorboren.