διφρίον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
τό, Dim. of δίφρος, Tim.Lex. A s.v. σκολύθρια.
German (Pape)
[Seite 645] τό, dim. von δίφρος, kleiner Stuhl, Tim. Lex. Plut. p. 233. 273.
Greek (Liddell-Scott)
διφρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δίφρος, Τιμ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
escabel, taburete διφρία ξύλινα ID 1417B.2.77 (II a.C.), glos. a σκολύθριον Tim.Lex.s.u. σκολύθρια, cf. Lex.Tht.85, Sch.Pl.Euthd.278b, Hsch.ε 5273.