δυσπερίτρεπτος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ον, A hard to overturn, ἕδρα Gal.UP3.9. Adv. -τως Id.18(1).591.
German (Pape)
[Seite 687] schwer umzustoßen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπερίτρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀνατρεπόμενος,Γαλην. 4. 33., 12, 24.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de doblar, sólido, tenso τὸ δέρμα Gal.3.109, cf. 912, δυσπερίτρεπτον τε καὶ τεταμένον καὶ σκληρὸν ... κατασκευάσαι τὸ ... πέλμα Gal.18(2).1016.
2 difícil de derribar, firme, seguro ἕδρα Gal.3.214, 215, οἶκος Sor.1.16.87.
II adv. -ως de manera difícil de volcar o caer Gal.18(1).591.