δυσκαρτέρητος

From LSJ
Revision as of 11:08, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαρτέρητος Medium diacritics: δυσκαρτέρητος Low diacritics: δυσκαρτέρητος Capitals: ΔΥΣΚΑΡΤΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskartérētos Transliteration B: dyskarterētos Transliteration C: dyskarteritos Beta Code: duskarte/rhtos

English (LSJ)

ον, A hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.

Greek Monolingual

δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).

Middle Liddell

δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω
hard to endure, Plut.