ζητρός

Revision as of 17:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ὁ, A executioner, Hsch.

Greek Monolingual

ζητρός, ὁ (Α)
ο δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο του Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη- (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το επίθ. -τρος (πρβλ. δαιτρός, ιατρός)].