κίραφος

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίραφος Medium diacritics: κίραφος Low diacritics: κίραφος Capitals: ΚΙΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kíraphos Transliteration B: kiraphos Transliteration C: kirafos Beta Code: ki/rafos

English (LSJ)

ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, A fox, Hsch. κίρβα, = πήρα, Id.; cf. κίββα. κιρία, v. κειρία. κίρις, v. κιρρίς.

Greek (Liddell-Scott)

κίραφος: ὁ, καὶ Λακων. κίρα, ἡ ἀλώπηξ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
renard, animal.
Étymologie: DELG pê de κιρρός ; ou déformation de κίδαφος.
Syn. ἀλώπηξ, βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κερδώ, σκίνδαφος.

Greek Monolingual

κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η αλεπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση του κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται προφανώς στο χρώμα του ζώου].