καθυπερέχω
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
A to be much superior, -έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.
German (Pape)
[Seite 1289] = ὑπερέχω; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπερέχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ ὑπέρτερος, βίος ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.
Greek Monolingual
καθυπερέχω (AM)
(επιτατ. του υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερ-έχω].
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπερέχω: быть сильнее, превосходить (τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Polyb.).