καταμύνω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ῡ], A ward off, βίαν prob.inPCair.Preis.4.17 (iv A. D.):— Med., avenge oneself, dub. in Ael.NA5.11.
Greek Monolingual
καταμύνω (Α)
αποκρούω
2. μέσ. καταμύνομαι
εκδικούμαι κάποιον αμυνόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀμύνω.