καταπτυχής

From LSJ
Revision as of 10:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτῠχής Medium diacritics: καταπτυχής Low diacritics: καταπτυχής Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΧΗΣ
Transliteration A: kataptychḗs Transliteration B: kataptychēs Transliteration C: kataptychis Beta Code: kataptuxh/s

English (LSJ)

ές, A with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.

German (Pape)

[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des replis nombreux ou profonds.
Étymologie: κατά, πτύσσω.

Greek Monolingual

καταπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πολλές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισοπτυχής, περιπτυχής].

Greek Monotonic

καταπτῠχής: -ές (πτύχη), αυτός που έχει πλούσιες πτυχές, πολλές διπλώσεις, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

καταπτῠχής: имеющий много складок, весь в складках, складчатый (ἐμπερόναμα Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπτυχής -ές [κατα, πτύσσω] met veel plooien.

Middle Liddell

κατα-πτῠχής, ές [πτύχη]
with ample folds, Theocr.