κατηγορουμένως
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
A v. κατηγορέω 111.2.
Greek Monolingual
κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].