κατηγορουμένως

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορουμένως Medium diacritics: κατηγορουμένως Low diacritics: κατηγορουμένως Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēgorouménōs Transliteration B: katēgoroumenōs Transliteration C: katigoroumenos Beta Code: kathgoroume/nws

English (LSJ)

A v. κατηγορέω 111.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].