κενώσιμος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
η, ον, A purgative, τὸ κ. τῆς ἰατρείας Anon. ap. Suid. s.v. κενώτερος.
German (Pape)
[Seite 1419] die Ausleerung befördernd, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κενώσιμος: -η, -ον, διευκολύνων τὴν κένωσιν, καθαρτικός, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. κενώτερος, Νικήτ. Χρον. 321D.