κολουρόκωνος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ὁ, A truncated cone, Hero Metr.3.22.
Greek Monolingual
κολουρόκωνος, ὁ (Α)
ο κώνος του οποίου κόπηκε το τμήμα της κορυφής, κόλουρος κώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλουρος + κῶνος.