κονυζίτης

From LSJ
Revision as of 07:48, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονυζίτης Medium diacritics: κονυζίτης Low diacritics: κονυζίτης Capitals: ΚΟΝΥΖΙΤΗΣ
Transliteration A: konyzítēs Transliteration B: konyzitēs Transliteration C: konyzitis Beta Code: konuzi/ths

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, wine A flavoured with κόνυζα, Dsc.5.53, Gp.8.10.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, οἶνος, mit κόνυζα abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κονυζίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63.

Greek Monolingual

κονυζίτης, ὁ (ΑM)
(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλασσίτης, ρητινίτης)].