κορυστός
From LSJ
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
English (LSJ)
ή, όν, (A κορύσσω ΙΙ) raised up, heaped up, especially of full measure, opp. ψηκτός, IG22.1013.22, al.; cf. κορυτόν· ἐπίμεστον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορυστός: -ή, -όν, (κορύσσω ΙΙ) ἐπίμεστος, ἰδίως ἐπὶ πλήρους μέτρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψηκτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 22, Ἡσύχ. (ἐνθα ὁ Κῶδ. κορυτός).
Greek Monolingual
κορυστός, -ή, -όν (Α) κορύσσω
επιγρ. (για μέτρα) ξέχειλος, γεμάτος, σωρευτός.