ληκητής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (ληκέω) A bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.
Greek (Liddell-Scott)
ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.
Greek Monolingual
ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).
Russian (Dvoretsky)
ληκητής: οῦ ὁ горлан, крикун (Timon ap. Diog. L. - v.l. к κηλητής).