μεσοπύργιον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό, A wall between two towers, curtain, Ph.Bel.83.12 (pl.), Plb.9.41.1, D.S.17.24.
German (Pape)
[Seite 139] τό, Raum zwischen zwei Thürmen, Pol. 9, 81 D. Sic. 17, 24, vgl. μεταπύργιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπύργιον: τό, τὸ τεῖχος τὸ μεταξὺ δύο πύργων, Πολύβ. 9. 41, 1, Διόδ. 17. 24.
Greek Monolingual
μεσοπύργιον, τὸ (Α)
το τείχος μεταξύ δύο πύργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πύργος (πρβλ. προ-πύργιον)].
Russian (Dvoretsky)
μεσοπύργιον: τό досл. промежуток между двумя башнями, воен. куртина Polyb.