μεταγραμματίζω

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγραμμᾰτίζω Medium diacritics: μεταγραμματίζω Low diacritics: μεταγραμματίζω Capitals: ΜΕΤΑΓΡΑΜΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: metagrammatízō Transliteration B: metagrammatizō Transliteration C: metagrammatizo Beta Code: metagrammati/zw

English (LSJ)

A transpose the letters of a word, Vit.Lyc.p.5 S. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 145] die Buchstaben verändern, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγραμμᾰτίζω: μετακινῶ τὰ γράμματα λέξεώς τινος ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῶν καὶ οὕτω σχηματίζω ἄλλην λέξιν ἢ λέξεις, οἷον τὸ Πτολεμαῖος μεταγραμματιζόμενον γίνεται ἀπὸ μέλιτος, Τζέτζ. περὶ Γένους Λυκόφρ.· - -ισμός, οῦ, ὁ, τὸ μεταγραμματίζειν, αὐτόθι. 2) τὸ μεταβάλλειν τὰ γράμματα ἐκ τῆς παλαιᾶς γραφῆς (δηλ. ὀρθογραφίας) εἰς τὴν ὑστέραν, Γαλην. τ. 12, σ. 58.

Greek Monolingual

(ΑM μεταγραμματίζω)
μεταβάλλω τη θέση τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, αναγραμματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + γράμμα.