μιαιγαμία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A unlawful wedlock, in plural, Suid.
German (Pape)
[Seite 181] ἡ, Befleckung durch Ehe, Blutschande, Suid., nach μιαιφονία gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
μιαιγᾰμία: ἡ, παράνομος γάμος, Καισάριος 920.
Greek Monolingual
μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)
μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιγάμος].