μονοκρήπις

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκρήπῑς Medium diacritics: μονοκρήπις Low diacritics: μονοκρήπις Capitals: ΜΟΝΟΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: monokrḗpis Transliteration B: monokrēpis Transliteration C: monokripis Beta Code: monokrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, A with but one sandal, Pi.P.4.75, APl.4.127, Lyc.1310.

German (Pape)

[Seite 203] ιδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκρήπῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν σανδάλιον, μονοπέδιλος, Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une chaussure.
Étymologie: μόνος, κρηπίς.

English (Slater)

μονοκρήπις
   1 with one sandal τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (sc. Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί) (P. 4.75)

Greek Monolingual

μονοκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρηπίς, -ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο-κρήπις)].

Greek Monotonic

μονοκρήπῑς: -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
with but one sandal, Pind.