μονόφορβος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, A grazing alone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 206] allein weidend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.
Greek Monolingual
μονόφορβος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος
μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ-φορβος].