νεκροθήκη

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροθήκη Medium diacritics: νεκροθήκη Low diacritics: νεκροθήκη Capitals: ΝΕΚΡΟΘΗΚΗ
Transliteration A: nekrothḗkē Transliteration B: nekrothēkē Transliteration C: nekrothiki Beta Code: nekroqh/kh

English (LSJ)

ἡ, A coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 237] ἡ, Todtenbehältniß, Sarg, Urne, Eur. bei Porphyr. de abstin. 4, 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροθήκη: ἡ, θήκη νεκροῦ, τάφος, ἢ νεκροδόχον ἀγγεῖον, Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17.

Greek Monolingual

η (Α νεκροθήκη)
νεοελλ.
1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος
2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη
3. φέρετρο
αρχ.
υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη.

Russian (Dvoretsky)

νεκροθήκη:гроб или погребальная урна Eur.