ξοός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
Greek Monolingual
ξοός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί-ξοος, ἀντί-ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ-ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -ξόος / -ξοῦς / -ξός
πρβλ. δορυ-ξοῦς, κερα-ξόος, λαο-ξόος / λα-ξός)].