ἐρικτός
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ή, όν, A v. ἐρεικτός.
German (Pape)
[Seite 1029] ή, όν, = ἐρεικτός, geschroten, bes. von der Gerste, τὰ ἐρικτά, Gerstenschrot u. daraus bereitetes Brot, Hippocr., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικτός: -ή, -όν, ἴδε ἐρεικτός.