ἔριγμα

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau

Menander, Monostichoi, 327
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔριγμα Medium diacritics: ἔριγμα Low diacritics: έριγμα Capitals: ΕΡΙΓΜΑ
Transliteration A: érigma Transliteration B: erigma Transliteration C: erigma Beta Code: e)/rigma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐρείκω) A bruised beans, φακῶν ἢ ἐρεβίνθων Hp. Coac.621 (pl.):—also ἐρίγμη, ἡ, Sch.Ar.Ra.508.

German (Pape)

[Seite 1028] τό, = ἔρεγμα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔριγμα: τό, (ἐρείκω)· τετριμμένοι, κοπανισμένοι κύαμοι, Ἱππ. 220F· ἴδε ἔρεγμα.

Greek Monolingual

ἔριγμα, τὸ (Α)
τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια
βλ. έρεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- του τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως του ει με το ι (ιωτακισμός)].