ἀγλαόφημος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, A of splendid fame, Orph.H.31.4; Dor. ἀγλαό-φᾱμος, pr. n. of Thracian mystic, Iamb.VP28.146, etc.
German (Pape)
[Seite 17] mit herrkichem Ruhme, Orph. Hym.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόφημος: -ον, ὁ ἔχων λαμπράν, ἔνδοξον φήμην, Ὀρφ. Ὕμν. 34.
Spanish (DGE)
-ον
de espléndida fama κούρης εἰν αλίης ἀγλαόφημε πάϊ Simon.Eleg.3a.10, cf. 1a.13, Μοῦσαι Πιερίδες Orph.H.76.2, cf. 31.4.