ἀδιασκέδαστος
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ον, A not scattered, Sch.Ar.Th.1027.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιασκέδαστος: -ον, ὁ μὴ διασκεδασθείς, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 1027.
Spanish (DGE)
-ον
compacto, no disperso del aire en un lugar cerrado, Phlp.in de An.360.26
•fig. coherente, que no se dispersa τὴν μάθησιν τῶν ζητουμένων ἀσύγχυτόν τε καὶ ἀδιασκέδαστον ... ἐμποιῶν Phot.Bibl.164a30.