ἀμφιθηγής
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ές, A sharpened on both sides, two-edged, ξίφος S.Ant. 1309 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 139] zweischneidig, σάγαρις Philipp. 6 (VI, 94).
Spanish (DGE)
-ές de doble filo σάγαρις AP 6.94 (Phil.).
Greek Monolingual
ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιθηγής: Anth. = ἀμφίθηκτος.