ἀμφιπεριπλάσσω
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
aor. -έπλασα, A spread allround, of a drug, Hp. Steril.22.
German (Pape)
[Seite 141] -πλασθεῖσα νεφέλη Orph. Lith. 80, die sich ringsum gebildet hat.
Greek Monolingual
ἀμφιπεριπλάσσω (Α)
(για φάρμακο) απλώνω ολόγυρα, επαλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιπλάσσω.