ἀνερείδω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A prop up, rest a thing on, τὸ πρόπσωπον τῇ χειρί dub. in Aristaenet.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερείδω: ὑποστηρίζω, στηρίζω τι ἐπί τινος, τί τινι, τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί, ἀμφίβολ. παρ’ Ἀρισταιν. 1. 22, ἀντὶ ἐνερείδουσα.
Spanish (DGE)
apoyar τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί Aristaenet.1.22.41, cf. Hsch.s.u. ἀναχραύω.