νοσοκομείο

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ νοσοκομεῑον) νοσοκόμος
κοινωνικο-επιστημονικό ίδρυμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, για την κατά το δυνατόν πληρέστερη θεραπεία και την αποκατάσταση της υγείας τών ασθενών, καθώς και την παροχή περίθαλψης στις περιπτώσεις τοκετών, θεραπευτήριο (α. «γενικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που δέχεται όλων τών τύπων περιπτώσεις, παθολογικές και χειρουργικές, επικεντρώνοντας συνήθως την προσφορά του στις οξείες νοσήσεις που απαιτούν βραχυχρόνια περίθαλψη, στη μητρότητα και στο παιδί
β. «ειδικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που περιορίζει τις υπηρεσίες του σε μεμονωμένες κατηγορίες ασθενών ή τύπους νόσων ιδίως σε περιπτώσεις νόσων του θώρακος, λοιμωδών, ογκολογικών και ψυχικών νόσων
γ. «στρατιωτικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται ασθενείς ή τραυματίες με τις φροντίδες στρατιωτικού ιατρικού προσωπικού
δ. «πλωτό νοσοκομείο» — πλοίο που χρησιμοποιείται ως νοσοκομείο, αλλ. νοσοκομειακό πλοίο
μσν.
μοναστηριακό αναρρωτήριο
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ξενών».