μεταλλείο

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

το (Α μεταλλεῑον) μέταλλο
νεοελλ.
1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο
2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονίαείναι μεταλλείο φιλοσοφίας»)
β) αστείρευτη πηγή πλούτου («το βιολί του είναι γι' αυτόν μεταλλείο)
αρχ.
μέταλλοσίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῑα», Πλάτ.).