Σιδονίηθεν
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
Adv. A from Sidon, Il.6.291.
Greek (Liddell-Scott)
Σῑδονίηθεν: Ἐπιρρ., ἐκ τῆς Σιδῶνος, Ἰλ. Ζ. 291.
French (Bailly abrégé)
adv.
de Sidon.
Étymologie: Σιδών.
Greek Monotonic
Σῑδονίηθεν: (Σιδών), επίρρ., από τη Σιδώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Σῑδονίηθεν: adv. из Сидонии Hom.