Πυθόνικος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ον, A = Πυθιόνικος, Pi.P.11.43.
English (Slater)
Πῡθόνῑκος father of Thrasydaios. ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (Tric..: Πυθιονίκῳ codd.) (P. 11.43)
Greek Monotonic
Πῡθόνῑκος: -ον, = Πυθιόνικος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθόνῑκος: Pind. = Πυθιόνικος.
Middle Liddell
Πῡθό-νῑκος, ον, = Πυθιόνικος, Pind.]