αἱμόδιψος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A bloodthirsty, Luc.Ocyp.97.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόδιψος: -ον, = διψῶν αἵματος, Λουκ. Ὡκύπ. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
altéré de sang.
Étymologie: αἷμα, δίψα.
Spanish (DGE)
-ον
sediento de sangre fig. de un escalpelo τομή Luc.Ocyp.97.
Greek Monotonic
αἱμόδιψος: -ον, αυτός που διψά για αίμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμόδιψος: кровожадный (σιδηρόχαλκος τομή Luc.).
Middle Liddell
bloodthirsty, Luc.