εὐκόρυθος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (κόρυς) A with beautiful helmet, Opp.C.1.363.
German (Pape)
[Seite 1075] wohlbehelmt, Opp. C. 1, 363.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόρῠθος: -ον, (κόρυς) ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ὀππ. Κυν. 1. 363.
Greek Monolingual
εὐκόρυθος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κόρυθος (< κόρυς, -θος), πρβλ. ιπποκόρυθος, τρικόρυθος.