εὐπεριαίρετος

From LSJ
Revision as of 02:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπεριαίρετος Medium diacritics: εὐπεριαίρετος Low diacritics: ευπεριαίρετος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: euperiaíretos Transliteration B: euperiairetos Transliteration C: efperiairetos Beta Code: eu)periai/retos

English (LSJ)

ον, A easily stripped off, φλοιός Thphr.HP5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.

Greek Monolingual

εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].