εὐκράδαντος

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκράδαντος Medium diacritics: εὐκράδαντος Low diacritics: ευκράδαντος Capitals: ΕΥΚΡΑΔΑΝΤΟΣ
Transliteration A: eukrádantos Transliteration B: eukradantos Transliteration C: efkradantos Beta Code: eu)kra/dantos

English (LSJ)

[κρᾰ], ον, (κρᾰδαίνω) A well-poised, gloss on ῥαδαλός, EM701.53.

German (Pape)

[Seite 1076] wohl geschwungen, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράδαντος: -ον, (κρᾰδαίνω) ὁ εὐκόλως κραδαινόμενος, σειόμενος, εὔσειστος, «ῥαδαλὸν δὲ ἀκουστέον τὸ εὐκράδαντον» Ἐτυμ. Μ. 701. 53.

Greek Monolingual

εὐκράδαντος, -ον (Α)
αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α-κράδαντος].