ταλαντεία

From LSJ
Revision as of 10:53, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαντεία Medium diacritics: ταλαντεία Low diacritics: ταλαντεία Capitals: ΤΑΛΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: talanteía Transliteration B: talanteia Transliteration C: talanteia Beta Code: talantei/a

English (LSJ)

ἡ, A the swaying motion of anything suspended, prob. cj. in Pl.Cra.395e (τανταλεία codd. BT).

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, v.l. für τανταλεία Plat. Crat. 395 d.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντεία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω κίνησις πράγματος αἰωρουμένου, Πλάτ. Κρατ. 395Ε (διάφ. γραφ. τανταλεία)· - τᾰλάντευσις, ἡ, = ταλαντεία, Βυζ.

Greek Monolingual

και τανταλεία, ἡ, Α
ταλάντευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Ο τ. τανταλεία με αντιμετάθεση τών συμφώνων].

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαντεία:подвешенность, висение в воздухе (Plat. - v.l. к τανταλεία).