τετράκνημος

From LSJ
Revision as of 18:33, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκνημος Medium diacritics: τετράκνημος Low diacritics: τετράκνημος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: tetráknēmos Transliteration B: tetraknēmos Transliteration C: tetraknimos Beta Code: tetra/knhmos

English (LSJ)

ον, A fourspoked, Pherecyd.51(b) J.; Dor. τετράκναμος, δεσμός, of Ixion's wheel, Pi.P.2.40; ἴυγξ the wryneck tied on the four-spoked wheel, ib.4.214.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre rayons.
Étymologie: τέσσαρες, κνήμη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τετράκναμος, -ον, Α
(για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτά-κνημος].

Russian (Dvoretsky)

τετράκνημος: дор. τετράκνᾱμος 2 κνημία
1) с четырьмя спицами: δεσμὸς τ. Pind. узы с четырьмя спицами (о колесе Иксиона);
2) привязанный к колесу с четырьмя спицами (ἴυγξ Pind.).